Skip to main content

Σε μια μεγάλη συνέντευξή του στην ΑΜΑΡΥΣΙΑ ο αν, υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων και υποψήφιος βουλευτής Β1 Βορείου Τομέα με την Νέα Δημοκρατία μιλάει για το εκλογικό διακύβευμα, τα πεπραγμένα του χαρτοφυλακίου του και την εκλογική του περιφέρεια.

Η ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και η αύξηση των επενδύσεων στην χώρα μας αποτέλεσε από την αρχή της τετραετίας βασικό πυλώνα του προγράμματος της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη. Ως αναπληρωτής υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων, ο Νίκος Παπαθανάσης αποτέλεσε ένα από τα κομβικά πρόσωπα αυτής της πολιτικής προσέγγισης, ως εξοκοινοβουλευτικός κυβερνητικός παράγοντας. Αυτή τη φορά, ο ίδιος «εκθέτει» το έργο του στην κρίση των πολιτών, κατεβαίνοντας ως υποψήφιος βουλευτής στην Β1 εκλογική περιφέρεια του Βορείου Τομέα Αθηνών με τη Νέα Δημοκρατία .

Σε μια μεγάλη συνέντευξή του στην εφημερίδα μας, ο Ν. Παπαθανάσης μιλάει για την απόφασή του να «εκτεθεί» στη «μάχη του σταυρού προτίμησης», για σημαντικά ζητήματα που απασχόλησαν το χαρτοφυλάκιό του, σε μια τετραετία που έμελλε να στιγματιστεί από την πανδημία και τον πόλεμο στην Ουκρανία και τις δραματικές επιπτώσεις τους στις εθνικές οικονομίες, εξηγεί γιατί πρέπει να προκύψει αυτοδύναμη κυβέρνηση της Ν.Δ. από τις κάλπες, ενώ αναφέρεται και στις ανάγκες που προκύπτουν και πρέπει να λυθούν στην εκλογική του περιφέρεια, λόγω της επιχειρηματικής άνθησης της περιοχής τις τελευταίες δεκαετίες.

Κατεβαίνετε για πρώτη φορά στη μάχη του «σταυρού προτίμησης», στον Βόρειο Τομέα. Πώς λάβατε αυτή την απόφαση;

Έλαβα την απόφαση μετά την τιμητική πρόταση που μου έκανε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης κι έχοντας συμβάλλει ενεργά όλη την προηγούμενη τετραετία, ως εξωκοινοβουλευτικός υπουργός στην προσπάθεια ανοικοδόμησης της χώρας. Αφενός διαπίστωσα το πόσο μπροστά μπορεί αυτή η κυβέρνηση να πάει τον τόπο μας και θέλησα να είμαι ενεργό μέλος αυτής της προσπάθειας κι αφετέρου θέλησα να θέσω στην κρίση των συμπολιτών μου το έργο που έχουμε κάνει τα προηγούμενα τέσσερα χρόνια στο υπουργείο Ανάπτυξης και Επενδύσεων.

Ένα έργο που αντικατοπτρίζεται στο γεγονός ότι το 2022 είχαμε την δεύτερη υψηλότερη ανάπτυξη σε ολόκληρη την Ευρωζώνη, στο ότι καταφέραμε να ξεμπλοκάρουμε εμβληματικές επενδύσεις, όπως αυτή του Ελληνικού, στο ότι αυξήσαμε τις υπαγωγές στον Αναπτυξιακό Νόμο κατά 282%, στο ότι εγκρίναμε 42 νέες Στρατηγικές Επενδύσεις συνολικού προϋπολογισμού άνω των 9 δισ., στο ότι καταφέραμε να προσελκύσουμε πολυεθνικές εταιρείες, διεθνούς βεληνεκούς, όπως η Cisco, η Google, η Amazon, η Digital Realty, η Microsoft, η JP Morgan και η Teamviewer, στο ό,τι τριπλασιάσαμε τις εγκρίσεις ΣΔΙΤ, σε σχέση με την περίοδο ΣΥΡΙΖΑ εγκρίνοντας 37 νέα έργα συνολικού κόστους επένδυσης 6 δισ. και σε τόσα άλλα. Αυτό ακριβώς το έργο με αποτέλεσμα, που φέραμε την προηγούμενη τετραετία αποφάσισα να θέσω στην κρίση των συμπολιτών μου στις επικείμενες εκλογές.

Ο τομέας των επενδύσεων και η επιχειρηματικότητα μικρής και μεγάλης κλίμακας αντιμετώπισε αρκετές δυσκολίες μέσα στην πανδημία μεν, ωστόσο εμφανίστηκαν στο προσκήνιο και αναπτύχθηκαν νέες επιχειρηματικές ιδέες, βασισμένες στα ψηφιακά εργαλεία της εποχής μας. Πόσο κερδισμένος, χαμένος ή αλλαγμένος βγήκε τελικά ο επιχειρηματικός και εμπορικός κόσμος της χώρας από αυτή την πρωτοφανή κατάσταση;

Ήταν πράγματι μια πολύ δύσκολη περίοδος για την ανθρωπότητα εν γένει και φυσικά και για τον επιχειρηματικό κόσμο που αναγκάστηκε, ίσως για πρώτη φορά και με βίαιο τρόπο, να επιχειρεί με τα μαγαζιά του κλειστά, τους εργαζόμενους στο σπίτι και υπό συνθήκες μεγάλου άγχους. Από όλη αυτή την πρωτοφανή κατάσταση, ο επιχειρηματικός κόσμος βγήκε αλλαγμένος ναι, αλλά και ανθεκτικότερος. Αφενός γιατί με την στήριξή αυτής της κυβέρνησης – να σας θυμίσω ότι κατά την διάρκεια της υγειονομικής κρίσης δόθηκαν πάνω από 40 δισ. ευρώ για την στήριξη πολιτών κι επιχειρήσεων – κατάφερε να ανταπεξέλθει στις πρωτοφανείς προκλήσεις κι αφετέρου γιατί έκανε βήματα προόδου, όπως η ψηφιοποίηση και αναγκάστηκε να ακολουθήσει, νωρίτερα από ότι θα είχε συμβεί σε συνθήκες κανονικότητας, την 4η βιομηχανική επανάσταση. Το τρένο της οποίας δεν πρέπει να χάσουμε, αν θέλουμε να μιλάμε επί ίσοις όροις στην Ευρώπη αύριο.

Μετά την πανδημία, ήρθε ο πόλεμος στην Ουκρανία για να εκτοξεύσει τιμές και πληθωρισμό, ενώ το χτύπημα στον τομέα της ενέργειας ήταν τεράστιο. Ποιες είναι οι επιπτώσεις στον τομέα των επενδύσεων και της επιχειρηματικότητας;

Οι επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία και της πληθωριστικής κρίσης που τον ακολούθησε θα μπορούσαν πράγματι να έχουν αρνητικές συνέπειες στον τομέα των επενδύσεων και της επιχειρηματικότητας. Είδαμε άλλωστε ότι την προηγούμενη χρονιά το επίπεδο εμπιστοσύνης των επενδυτών παγκοσμίως επηρεάστηκε και οι ίδιοι κράτησαν μια επιφυλακτική στάση ως προς την τοποθέτηση των κεφαλαίων τους. Να σας θυμίσω, για παράδειγμα, ότι οι παγκόσμιες επενδύσεις επιχειρηματικών συμμετοχών υψηλού ρίσκου, μειώθηκαν. Στον αντίποδα, όμως,, η χώρα μας διατήρησε το αίσθημα ασφάλειας που ενέπνευσε από το 2019 κι έπειτα στους επενδυτές, επιτυγχάνοντας οι Άμεσες Ξένες Επενδύσεις να καταγράψουν νέο ρεκόρ και το 2022, φτάνοντας τα 7,2 δισ. ευρώ

Όσον αφορά στις επιχειρήσεις, και πάλι ήμασταν δίπλα τους σε αυτή την δύσκολη συγκυρία, που τροφοδοτήθηκε από τον ενεργειακό πόλεμο που ξεκίνησε η Ρωσία. Όπως και στην πανδημία, έτσι και στην ενεργειακή κρίση λάβαμε μέτρα για την στήριξή νοικοκυριών κι επιχειρήσεων, προωθώντας παράλληλα τον ψηφιακό τους μετασχηματισμό και την πράσινη μετάβασή τους, εισιτήριο απαραίτητο για την υγιή λειτουργία τους και την επόμενη ημέρα.

Πόσο κοντά ή μακριά είμαστε, αλήθεια, από την κατάκτηση της Επενδυτικής Βαθμίδας; Πού θα οφείλεται μια τέτοια εξέλιξη και τι θα σημαίνει για την οικονομία μας και τις επενδύσεις;

Βρισκόμαστε πολύ κοντά. Αν στις επικείμενες εκλογές προκύψει κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας, με πρωθυπουργό τον Κυριάκο Μητσοτάκη, θα κατακτήσουμε την επενδυτική βαθμίδα εντός του τρέχοντος έτους. Και το λέω αυτό με βεβαιότητα, διότι μέσα στην προηγούμενη τετραετία δεν θέσαμε ποτέ σε κίνδυνο την δημοσιονομική ισορροπία της χώρας, παρά την έκτακτη στήριξη νοικοκυριών κι επιχειρήσεων. Έχουμε πετύχει 12 αναβαθμίσεις από τότε που μας εμπιστεύθηκε ο ελληνικός λαός, ενώ πέρυσι η χώρα μας είχε την μεγαλύτερη πτώση στον λόγο χρέους – ΑΕΠ, από οποιαδήποτε χώρα στον κόσμο. Και αυτό οφείλεται κυρίως στην ανάπτυξη και δευτερευόντως στον πληθωρισμό.

Βασικός πυλώνας για την επιχειρηματική ανάπτυξη είναι να υπάρχει κλίμα εμπιστοσύνης ανάμεσα στην κυβέρνηση και τον επενδυτικό/επιχειρηματικό κλάδο. Θεωρείτε ότι η κυβέρνηση της Ν.Δ. έχει καταφέρει να το οικοδομήσει και με ποιους τρόπους;

Η επενδυτική άνοιξη που βιώνει η χώρα την τελευταία τετραετία νομίζω ότι απαντά στο ερώτημά σας. Από μηδενικές επενδύσεις που είχαμε την περίοδο διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, καταρρίπτουμε το ένα ρεκόρ μετά το άλλο. Αυτό δεν θα μπορούσε να συμβεί αν δεν είχαμε αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη της επενδυτικής κοινότητας στην ελληνική κυβέρνηση. Καθώς κι αν δεν είχαμε δημιουργήσει ένα φιλοεπενδυτικό περιβάλλον, αίροντας τις χρονίζουσες αγκυλώσεις του παρελθόντος.

Η κυβέρνηση εφάρμοσε ως πολιτική απορρόφησης των κραδασμών στην αγορά από τις διαδοχικές κρίσεις τα πάσης φύσεως «pass» και «καλάθια». Θεωρείτε βιώσιμη μια τέτοια λύση;

Θεωρώ ότι ήταν η μοναδική ορθή πρακτική που θα μπορούσαμε να ακολουθήσουμε. Και λέω πρακτική κι όχι λύση, γιατί γνωρίζουμε ότι δεν λύσαμε το πρόβλημα, όπως και καμία κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να λύσει, άλλωστε, το διεθνές πρόβλημα του πληθωρισμού.

Αποφασίσαμε, όμως, να ορθώσουμε αναχώματα ώστε να ανακουφίσουμε τους συμπολίτες μας για όσο υπάρχει ανάγκη. Η χρηστή οικονομική διαχείριση, η ανάπτυξη που την ακολούθησε, οι επενδύσεις που ήρθαν, παρά τις αλλεπάλληλες και πολύπλευρες κρίσεις όπως λέτε, έπαιξαν κομβικό ρόλο σε αυτό. Γιατί μας έδωσαν το περιθώριο να μοιράσουμε το μέρισμα της ανάπτυξης, όπου υπήρχε ανάγκη. Και το πετύχαμε αυτό, έχοντας αυξήσει κατά 20% τον κατώτατο μισθό, έχοντας υιοθετήσει κοινωνικές πολιτικές για τους νέους και τις νέες της χώρας κι έχοντας μειώσει πάνω από 50 φόρους. Σε αντίθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ, που ακολούθησε την πολιτική της υπερφορολόγησης, επιβάλλοντας 29 πρόσθετους φόρους. Οπότε ναι, ήταν και είναι βιώσιμη, κάτι που αποδεικνύουν και τα στατιστικά.

Τι λένε, λοιπόν, οι αριθμοί; Και γιατί απορρίπτετε ως λύση την οριζόντια μείωση του ΦΠΑ που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ; 

Ας πάρουμε το Καλάθι του Νοικοκυριού για παράδειγμα. Το μέτρο αυτό που τόσο λοιδορήθηκε από την αξιωματική αντιπολίτευση, κατάφερε να κρατήσει τις τιμές στα ίδια ή και σε χαμηλότερα επίπεδα στο 95% των προϊόντων που περιλαμβάνει, για πέντε και πλέον μήνες.

Ο άλλος δρόμος που, όπως αναφέρετε, ευαγγελίζεται ο ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή η οριζόντια μείωση του ΦΠΑ, θα είχε τεράστιο κόστος, με μηδενική επίδραση στις τιμές που πληρώνει ο τελικός καταναλωτής. Αν δηλαδή μειώναμε τον ΦΠΑ κατά 7 μονάδες – από το 13% που είναι σήμερα σε όλα τα τρόφιμα σήμερα (μόνο τα αλκοολούχα ποτά είναι στο 24%) στο 6% – θα μας κόστιζε 1,5 δισ. ευρώ.

Προσέξτε 1,5 δισ. ευρώ που δεν θα πήγαινε στην τσέπη των καταναλωτών, όπως αποδεικνύει τόσο το πρόσφατο παράδειγμα της Ισπανίας – παρά τη μείωση του ΦΠΑ ο πληθωρισμός στα τρόφιμα συνεχίζει να τρέχει – όσο και το δικό μας παράδειγμα. Να σας θυμίσω ότι από το 2020 η κυβέρνηση έχει μειώσει τον ΦΠΑ κατά 11 μονάδες, από το 24% στο 13% στην εστίαση, στον καφέ στα μη αλκοολούχα ποτά, στους κινηματογράφους. Παρόλα αυτά, ο υπο-δείκτης τιμών καταναλωτή της εστίασης -όπως προκύπτει από τα στοιχεία της της ΕΛΣΤΑΤ- έμεινε ουσιαστικά ακίνητος. Για την ακρίβεια μεταβλήθηκε μόλις 0,3%, αντί για 11% και μετά από μερικούς μήνες αυξήθηκε και πάνω από τα προηγούμενα επίπεδα. Αντίστοιχα, στους κινηματογράφους ο δείκτης τιμών μειώθηκε κατά μόλις 1% αντί για 11%.

Άρα γιατί να πετάξουμε λεφτά των φορολογουμένων στις τσέπες των επιχειρήσεων, ενώ μπορούμε απευθείας τα έσοδα που εισπράττουμε να τα δίνουμε στους καταναλωτές, με μέτρα όπως το market pass;

Κύριε Παπαθανάση, η κυβέρνηση Μητσοτάκη κλήθηκε να κρατήσει το τιμόνι της χώρας σε μια ομολογουμένως δύσκολη τετραετία. Δεν ήταν λίγες οι φορές που δέχθηκε σκληρή κριτική για μια σειρά από σημαντικά θέματα, μερικά από τα οποία προκάλεσαν ακόμη και κοινωνική αναταραχή. Θεωρείτε ότι η ζυγαριά γέρνει υπέρ των πολιτικών της; Γιατί θεωρείτε ότι πρέπει ο πολίτης να ψηφίσει ΝΕΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ και ποια είναι η άποψή σας σχετικά με το ενδεχόμενο κυβερνητικών συνεργασιών, εφόσον δεν κερδίσετε την αυτοδυναμία στις εκλογές;

Η Ελλάδα αυτή την περίοδο, έχοντας μπει στον δρόμο της ανάπτυξης και της προκοπής θέλει καθαρό ορίζοντα στην πορεία της, θέλει καθαρή λύση στην ηγεσία της κι όχι πειράματα ή τυχοδιωκτικές συμπλεύσεις που οδηγούν σε ναυάγια. Γι’ αυτό και με κάθε ευκαιρία επισημαίνουμε ότι η λύση είναι μία: Αυτοδύναμη κυβέρνηση ΝΕΑΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, με πρωθυπουργό τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Μια δοκιμασμένη και επιτυχημένη συνταγή δεν την αλλάζεις.

Σας ανέφερα νωρίτερα τα βήματα που έκανε η χώρα την τελευταία τετραετία. Και όλοι θυμόμαστε τα ναυάγια που ζήσαμε επί ΣΥΡΙΖΑ: κλειστές τράπεζες, αχρείαστα μνημόνια, υπερφορολόγηση και τόσα άλλα. Ναυάγια που θα ξαναζούσαμε εκ νέου αν αναλάμβανε το τιμόνι της χώρας ο Αλέξης Τσίπρας. Να σας θυμίσω ότι το πρόγραμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης βασίζεται και πάλι σε… «λεφτόδεντρα» και ψεύτικες υποσχέσεις που ξεπερνούν τα 80 δισ. ευρώ. Δεν μας λέει όμως αν αυτές θα είναι τυπωμένες σε χαρτιά χωρίς αξία, «Δήμητρες» του κυρίου Βαρουφάκη ή συμπληρωματικά τοπικά νομίσματα του κ. Τσακαλώτου. Και κυρίως δεν μας λέει που θα οδηγήσουν: σε μία νέα φοροεπιδρομή ή σε νέο μνημόνιο και σε νέα ευρωπαϊκή εποπτεία;

Το δίλημμα λοιπόν είναι σαφές και καθαρό: Πάμε μπροστά ή γυρίζουμε πίσω; Θέλουμε χειροπιαστά αποτελέσματα ή θέλουμε επιστροφή στα ψέματα; Θέλουμε καλύτερους μισθούς και αμοιβές ή θέλουμε ξανά φόρους και περικοπές; Ζυγίζουμε, αποφασίζουμε και ψηφίζουμε.

Ο «Υπερτοπικός» Βόρειος Τομέας

«Η επιχειρηματικότητα πρέπει να ανθεί,  χωρίς να επιβαρύνει την καθημερινότητα»

Το πολιτικό σας γραφείο βρίσκεται στην καρδιά του Αμαρουσίου, του «μητροπολιτικού» κέντρου του Βορείου Τομέα, το οποίο μέσα στις δεκαετίες έχει εξελιχθεί και σε business center της Αττικής και της χώρας. Τι σημαίνει για την εκλογική σας περιφέρεια αυτή η έντονη επιχειρηματική παρουσία; Πόσο συμβάλει στην ανάπτυξή της και πόσο επιβαρύνει την καθημερινότητα των κατοίκων της;

Η επιχειρηματικότητα πρέπει να ανθεί, χωρίς να επιβαρύνει την καθημερινότητα των πολιτών και χρέος κάθε κυβέρνησης είναι να διασφαλίζει και τα δύο. Πράγματι το πολιτικό μου γραφείο βρίσκεται στο κέντρο του Αμαρουσίου, στην πλατεία Κασταλίας και νιώθω κάθε μέρα που βρίσκομαι εκεί, την ζωντάνια αυτής της περιοχής, μέρος της οποίας οφείλεται και στην έντονη επιχειρηματική παρουσία, όπως λέτε.

Αν με ρωτάτε αν εντοπίζω πράγματα που θα μπορούσαμε να κάνουμε καλύτερα για να βελτιωθεί η καθημερινότητα των πολιτών, για να λυθεί, για παράδειγμα, το κυκλοφοριακό πρόβλημα που παρατηρείται εντονότερα τις ώρες που είναι ανοιχτή η αγορά, θα σας πω ναι. Εχθρός του καλού είναι το καλύτερο.

Η λύση όμως δεν είναι να κλείσουμε τις επιχειρήσεις της περιοχής. Η λύση είναι να εστιάσουμε στα κυκλοφοριακά προβλήματα, να βελτιώσουμε τα μέσα μαζικής μεταφοράς, να λύσουμε θέματα εγκρίσεων έργων και περιβαλλοντικών παρεμβάσεων, να αυξήσουμε τους χώρους πρασίνου, να στηρίξουμε θέματα χρηματοδοτήσεων για έργα που εκκρεμούν, να προχωρήσουμε σε διανοίξεις δρόμων και σε έργα αντιπλημμυρικά, να ενισχύσουμε το αίσθημα ασφάλειας των κατοίκων. Για όλα αυτά ζητώ την στήριξη των συμπολιτών μου, για να γίνω η δική τους φωνή στη Βουλή, μια φωνή δυνατή και αποτελεσματική.

Συνέντευξη του Αναπληρωτή Υπουργού Ανάπτυξης και Επενδύσεων και Υποψήφιου Βουλευτή στον Βόρειο Τομέα Αθηνών με τη Νέα Δημοκρατία κ. Νίκου Παπαθανάση, στον Γιάννη Μπεθάνη και την εφημερίδα Αμαρυσία.